- οπτίκια
- ὀπτίκια, τὰ (Α)οιωνοί, οιωνοσκοπήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. auspicia, πληθ. τού auspicium «οιωνός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπτικίοις — ὀπτίκια auspicia neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)